πιτσιλιστός

πιτσιλιστός
-ή, -ό
αυτός που έχει κηλίδες σαν πιτσιλιές, ο παρδαλός: Μερικές κότες μας είναι πιτσιλιστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιτσιλιστός — ή, ό, Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσυλιστός …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”